- θακεῖ
- θᾱκεῖ , θακέωsitpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)θᾱκεῖ , θακέωsitpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θάκει — θά̱κει , θακέω sit pres imperat act 2nd sg (attic epic) θά̱κει , θακέω sit imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έσω — και διαλεκτ. έσσω (ΑΜ ἔσω, Α και εἴσω) επίρρ. 1. (με ρήματα που δηλώνουν στάση) μέσα («η πόλις είναι κτισμένη έσω τών τειχών») 2. (με ρήματα που δηλώνουν κίνηση) προς τα μέσα («δεσμώτης ἔσω θακεῑ», Σοφ.) 3. (με το άρθρο έχει θέση επιθ. ή ουσ.) η… … Dictionary of Greek
είσω — εἴσω και ἔσω (Α) επίρρ. 1. (με ρήμ. που δηλώνουν κίνηση) προς τα μέσα, μέσα σε («εἴσω κομίζου», Αισχ.) 2. (με ρήμ. που δηλώνουν στάση, ακινησία) μέσα, στο εσωτερικό («δεσμώτης ἔσω θακεῑ», Σοφ.) 3. (για χρόνο) μέσα σε χρονικό διάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
προστρόπαιος — και δωρ. τ. ποτιτρόπαιος και ποιητ. τ. προστρόπιος, ον, Α [προστροπή] 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) α) αυτός που στρέφεται προς το μέρος κάποιου β) μτφ. (για άνθρωπο μιασμένο από φόνο ή έγκλημα ή ασέβεια) αυτός που στρέφεται προς έναν θεό ή άνθρωπο… … Dictionary of Greek